-
1 εμφυτευω
1) прививать(ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τέν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.)
2) насаждать(μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Polyb.)
3) перен. прививать, внушать, воспитывать(τέν φιλαργυρίαν τινί Plut.)
1 εμφυτευω
(ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τέν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.)
(μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Polyb.)
(τέν φιλαργυρίαν τινί Plut.)